- ἔμβλησις
- ἔμ-βλησις, εως, ἡ, (A
ἐμβάλλω 11
) impaction, Hp.Loc.Hom.47.II reduction of dislocations, Paul. Aeg.6.114.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμβάλλω 11
) impaction, Hp.Loc.Hom.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έμβλησις — ἔμβλησις, η (AM) μσν. 1. μεταφορά δημόσιων προμηθειών 2. (για εξάρθρωση) συστολή αρχ. το να πέσει κάτι μέσα σε κάτι άλλο … Dictionary of Greek
ἔμβλησιν — ἔμβλησις impaction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβλήσεως — ἐμβλήσεω̆ς , ἔμβλησις impaction fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)